- Ζιμπάμπουε
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε
Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία
Έκταση: 390.759 τ. χλμ
Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη Μοζαμβίκη, στα ΒΔ με τη Ζάμπια, σε μια στενή λωρίδα στα Δ με τη Ναμίμπια, στα ΝΔ με την Μποτσουάνα και στα Ν με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Η Ζ. διαιρείται διοικητικά σε 10 επαρχίες (8 διαμερίσματα και 2 πόλεις) τις οποίες διοικούν έπαρχοι διοριζόμενοι από τον πρόεδρο. Οι επαρχίες της χώρας είναι οι εξής (σε παρένθεση ο πληθυσμός σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2002, αν και με κάποιες αποκλίσεις, λόγω μη δημοσίευσης των επίσημων τελικών στοιχείων): Μανικαλάντ (Manicaland, 1.560.000), Μασβίνγκο (Masvingo, 1.300.000), Ανατολικό Μασοναλάντ (Mashonaland East, 1.100.000), Δυτικό Μασοναλάντ (Mashonaland West, 1.200.000), Κεντρικό Μασοναλάντ (Mashonaland Central, 900.000), Βόρειο Ματαμπελελάντ (Matabeleland North, 700.000), Νότιο Ματαμπελελάντ (Matabeleland South, 654.000), Μίντλαντς (Midlands, 1.460.000), Μπουλαουάγιο (Bulawayo, 676.000) και Χαράρε (Harare, 1.864.000).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η αγγλική, αλλά ομιλούνται επίσης οι διάλεκτοι Σόνα, Σιντεμπέλε (ή Ντεμπέλε) καθώς και αμέτρητες τοπικές διάλεκτοι. Οι κάτοικοι της Ζ. ανήκουν στην πλειοψηφία τους (98%) στις αφρικανικές φυλές των Σόνα (71%), Ντεμπέλε (16%) κ.ά., ενώ υπάρχουν και μικρές μειονότητες Ασιατών και λευκών.Η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της στις 11 Νοεμβρίου 1965, με τη μονόπλευρη πράξη που είναι γνωστή ως UDI (Unilateral Declaration of Independence) και εγκατέλειψε τη Βρετανική Κοινοπολιτεία τον επόμενο χρόνο. Η μειοψηφία των λευκών ενέκρινε με δημοψήφισμα στις 20 Ιουνίου 1969 ένα σύνταγμα που δημοσιεύτηκε στις 29 Νοεμβρίου, το οποίο εισήγαγε τη δημοκρατική μορφή και θέσπιζε την αρχή του απαρτχάιντ (του φυλετικού διαχωρισμού δηλαδή) και κατά συνέπεια την υπεροχή των λευκών. Το δημοκρατικό καθεστώς ίσχυσε επίσημα από τις 2 Μαρτίου 1970. Σύμφωνα με το πρώτο σύνταγμα, η κυβέρνηση έπρεπε να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου, το οποίο απαρτιζόταν από την Κάτω Βουλή με 66 μέλη (50 Ευρωπαίοι που εκλέγονταν μόνο από τους Ευρωπαίους –θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως Ευρωπαίος αναγνωριζόταν οποιοσδήποτε Ροδεσιανός δεν ήταν μαύρος– και 16 Αφρικανοί, οκτώ από τους οποίους εκλέγονταν από το εκλογικό σώμα που λάμβανε μέρος στην ψηφοφορία και οκτώ διορίζονταν σε φυλετική βάση) και από τη Γερουσία, με 23 μέλη, 10 από τα οποία ήταν Ευρωπαίοι που εκλέγονταν από τα ευρωπαϊκά μέλη της Κάτω Βουλής, τρεις Ευρωπαίοι που διορίζονταν από τον αρχηγό του κράτους και 10 Αφρικανοί που διορίζονταν από το συμβούλιο των αρχηγών των φυλών.
Στη συνέχεια, το ρατσιστικό σύνταγμα του 1969 αντικαταστάθηκε από το σύνταγμα της 1ης Ιουνίου 1979. Το νέο σύνταγμα –το οποίο αναθεωρήθηκε το 1990 σε ορισμένες διατάξεις του– αναφέρει ότι η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη βουλή η οποία αποτελείται από 150 μέλη εξαετούς θητείας. Από αυτά, τα 120 εκλέγονται απευθείας από τον λαό, 12 ορίζονται από τον πρόεδρο, 10 είναι οι αρχηγοί των διαφόρων φυλών και 8 είναι οι κυβερνήτες των διαμερισμάτων. Ο πρόεδρος εκλέγεται από τη βουλή για 6 χρόνια. Αρχηγός του κράτους είναι συνεχώς από το 1980 ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε (Robert Mugabe).Τα δύο κυρίαρχα κόμματα στη Ζ. είναι η Αφρικανική Εθνική Ένωση, η οποία συγκυβερνά με το Πατριωτικό Μέτωπο των Σόνα, και η αντιπολίτευση της Αφρικανικής Εθνικής Ένωσης και του Πατριωτικού Μετώπου των Ντεμπέλε. Το 1999 ιδρύθηκε το Κίνημα για Δημοκρατική Αλλαγή το οποίο κατάφερε σήμερα να είναι το δεύτερο κόμμα στη βουλή.Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος βρίσκεται το ανώτατο δικαστήριο που χωρίζεται σε ένα γενικό τμήμα και σε ένα αναθεωρητικό. Το γενικό τμήμα, που περιλαμβάνει τον πρόεδρο του δικαστηρίου και πέντε κατώτερους δικαστές, έχει πλήρη αστική και ποινική δικαιοδοσία. Το αναθεωρητικό τμήμα εκτελεί χρέη ανώτατου εφετείου. Το δικαστικό σύστημα περιλαμβάνει επίσης τα αφρικανικά δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία στις αστικές υποθέσεις των Αφρικανών, σύμφωνα με τα αφρικανικά έθιμα και τους νόμους.Ο αφρικανικός πληθυσμός πρεσβεύει στην πλειονότητά του ανιμιστικές θρησκείες. Οι Ασιάτες πρεσβεύουν σε ίσο ποσοστό τον ισλαμισμό και τον ινδουισμό, ενώ ανάμεσα στους λευκούς (το 1982 ήταν 147.000) επικρατούν οι προτεστάντες, προπάντων αγγλικανοί και πρεσβυτεριανοί.Η δημοτική εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική. Ξεκινά στην ηλικία των 7 ετών και διαρκεί 7 χρόνια. Η μέση παιδεία διαρκεί έξι χρόνια και δεν είναι υποχρεωτική. Υπάρχει η δυνατότητα συνέχισης των σπουδών στα δύο πανεπιστήμια της χώρας και σε ανώτερα κολέγια. Το πανεπιστήμιο της Ζ. ιδρύθηκε το 1955.Ο στρατός της χώρας έχει δύναμη 43.000 ατόμων (2001) και από αυτούς οι 4.000 είναι στην αεροπορία. Οι παραστρατιωτικές αστυνομικές ομάδες αριθμούν 21.800 άτομα. Το 1993 η Ζ. ξεκίνησε στρατιωτική συνεργασία και με τις ΗΠΑ.Ο σχηματισμός των υψιπέδων της Ζ. συνδέεται με τη γεωλογική ιστορία όλη της νότιας Αφρικής, ηπειρωτικού συγκροτήματος που παρέμεινε ουσιαστικά άκαμπτο, αλλά στο οποίο σημειώθηκαν εκτεταμένες μετατοπίσεις που οδήγησαν στην ανύψωση της ηπείρου. Το βορειοανατολικό τμήμα, που μεταξύ ιουράσιου και κρητιδικού είχε ήδη υποστεί τους αντίκτυπους των πιο εκτεταμένων τεκτονικών φαινομένων που πραγματοποιήθηκαν στον νότο, υπέστη στη συνέχεια την επίδραση των ρηγμάτων και των μετατοπίσεων της ανατολικής Αφρικής.
Στο σύνολό του, το σημερινό έδαφός της καταλαμβάνεται κυρίως από μια αρχαιοζωική κρυσταλλική μάζα, στην οποία σε μεταγενέστερες εποχές συσσωρεύτηκαν και εναποτέθηκαν εδάφη ιζηματογενούς προέλευσης που σχηματίστηκαν στο ανώτερο αρχαιοζωικό, στο παλαιοζωικό και στο μεσοζωικό· ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα στρώματα του Kαρού, οι σχηματισμοί που είναι πολύ διαδεδομένοι στη νότια Αφρική και οι οποίοι χρονολογούνται από μια περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ ανώτερου παλαιοζωικού και κατώτερου μεσοζωικού (τριάσιο), γνωστοί για τον μεγάλο αριθμό λειψάνων σπονδυλωτών που περιέχουν.
Η βραχώδης μάζα που σχηματίζει το έδαφος της Ζ. και κατά μεγάλο μέρος της γειτονικής Zάμπια αντιπροσωπεύει τη μεταβατική ζώνη ανάμεσα στις γεωλογικές περιοχές του Κονγκό και της ανατολικής Αφρικής από τη μία πλευρά, και εκείνες της νότιας Αφρικής από την άλλη. Πρόκειται, στο σύνολο, για έναν ευρύ θόλο που διαιρείται σε δύο τμήματα από τη βαθιά κοίτη του ποταμού Ζαμβέζη.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο Great Dyke που ξεχωρίζει καθαρά από τους υπόλοιπους σχηματισμούς· πρόκειται για ανάδυση βασικών εκχυτικών πετρωμάτων (κυρίως δολερίτες) που διασχίζει τη χώρα σχεδόν στη μέση από τα βόρεια στα νότια επί 480 χλμ. και σε πλάτος που κυμαίνεται ανάμεσα στα 5 και στα 10 χλμ. Η προέλευσή του είναι μέχρι σήμερα αβέβαιη, αλλά παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον, καθώς περιέχει σημαντικά χρήσιμα ορυκτά και ιδιαίτερα χρώμιο.Η Ζ. είναι μια ηπειρωτική χώρα που βρίσκεται ανάμεσα στις κοιλάδες του Zαμβέζη και του Λιμπόπο. Περιλαμβάνεται στη νότια Αφρική, ανάμεσα στο εσωτερικό βαθύπεδο της Καλαχάρι και στην ακραία παρυφή των ηπειρωτικών υψιπέδων. Σε γενικές γραμμές το έδαφος εμφανίζεται ως ένα μοναδικό μεγάλο υψίπεδο, που καταλήγει σε ένα κεντρικό τμήμα, προσανατολισμένο από τα βορειοανατολικά στα νοτιοδυτικά. Η χώρα μπορεί να διαιρεθεί, σε σχέση με το υψόμετρο, σε τρεις ζώνες (Bελτ): άνω Bελτ (πάνω από τα 1.400 μ.), που καταλαμβάνει όλο το κέντρο του εδάφους γύρω από την Mπουλαουάγιο και τη Σόλσμπερι· μέση Bελτ, που περιλαμβάνεται μεταξύ 700 και 1.400 μ. και εκτείνεται προπάντων στα ΒΔ και στα ΝΔ· και τέλος, κάτω Bελτ, που περιλαμβάνει τις κοιλάδες του Zαμβέζη και του Λιμπόπο. Στα ανατολικά βρίσκονται τα μεγαλύτερα ύψη των ορέων Iνιάνγκα που κατεβαίνουν με απότομα αντερείσματα προς τις λοφώδεις περιοχές που προαναγγέλλουν την παράκτια πεδιάδα της Μοζαμβίκης.
Περίπου τα δύο τρίτα της Ζ. ανήκουν στη λεκάνη του Zαμβέζη. Ο ποταμός ρέει στα βόρεια σύνορα της χώρας, όπου δέχεται πολυάριθμους παραποτάμους που κατεβαίνουν από το υψίπεδο με κυριότερη διεύθυνση από τα ΝΑ στα ΒΔ· οι κυριότεροι είναι ο Σανγκάνι και ο Oυμνιάτι, που έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την υδατική παροχή της τεχνητής λίμνης της Kαρίμπα.
Στα δυτικά, μια περιορισμένη ζώνη ανήκει στην ενδορροϊκή λεκάνη της Καλαχάρι, με τον ποταμό Nάτα που διασκορπίζει τα νερά του στην εκτεταμένη αλμυρή επιφάνεια της λίμνης Mακαρικάρι.
Όλο το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας ανήκει στις λεκάνες των άλλων δύο ποταμών που εκβάλλουν άμεσα στον Ινδικό ωκεανό, κατά μήκος των ακτών της Μοζαμβίκης: του Σάμπι (Σάβε) και του Λιμπόπο, που αποτελεί για μεγάλο τμήμα τη μεθόριο με το Τράνσβααλ. Και οι δύο προέρχονται από την άνω Bελτ, αλλά, ενώ ο Λιμπόπο φτάνει εύκολα στις παράκτιες πεδιάδες της Μοζαμβίκης, ο Σάμπι αναπτύσσει μεγάλο τμήμα του ρου του από τα βόρεια στα νότια, κατά μήκος της εσωτερικής πλευράς των ανατολικών αναγλύφων, πριν δεχθεί τον Λούντι και στραφεί οριστικά προς τα ανατολικά.Στο κλίμα της Ζ., που είναι τροπικό με δύο εποχές, έχει μετριαστική επίδραση το υψόμετρο, με εξαίρεση τις κοιλάδες του Zαμβέζη και του Λιμπόπο. Η θερμοκρασία σημειώνει μέσες ετήσιες τιμές που κυμαίνονται ανάμεσα στους 18°C και στους 20°C, με αρκετά αισθητές διακυμάνσεις. Πιο υψηλές τιμές, με ακόμα πιο τονισμένες ημερήσιες και εποχιακές διακυμάνσεις, παρατηρούνται στις ζώνες που είναι ανοιχτές προς το βαθύπεδο της Καλαχάρι.
Οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται κατά μέσο όρο περίπου στα 700 χιλιοστά τον χρόνο, με όχι υπερβολικά ισχυρές διακυμάνσεις από τμήμα σε τμήμα του εδάφους. Η κατανομή τους ποικίλλει σε σχέση με την επικράτηση των ηπειρωτικών και θαλάσσιων ανέμων (μουσώνων), η εναλλαγή των οποίων προκαλεί τον εποχιακό ρυθμό ο οποίος χαρακτηρίζεται από ένα βροχερό καλοκαίρι (νότιο καλοκαίρι) και από έναν ξηρό χειμώνα. Το εσωτερικό τμήμα της χώρας προς την Καλαχάρι υπόκειται κυρίως στους ηπειρωτικούς ανέμους και κατά συνέπεια είναι σχετικά φτωχό σε βροχές. Λίγες βροχές δέχονται επίσης τα βορειοδυτικά ανάγλυφα που κρασπεδώνουν την κοιλάδα του Zαμβέζη, και η νότια και νοτιοανατολική λωρίδα του εδάφους.Σε σχέση με την παροχή και την ποσότητα των βροχών, ο φυτικός μανδύας της Ζ. χαρακτηρίζεται γενικά από σχηματισμούς των αφρικανικών τροπικών ζωνών, με επικράτηση ξηρόφιλων ειδών, ιδιαίτερα στην πιο άγονη ηπειρωτική πλευρά, όπου βρίσκονται τα ημιερημικά τοπία της Καλαχάρι. Στο μεγαλύτερο μέρος του εδάφους επικρατούν το αραιό δάσος, που ονομάζεται τρέε-βελτ, και η δενδρώδης σαβάνα με ακακίες στις ζώνες που είναι πιο φτωχές σε βροχές.
Πριν από τον αποικισμό των Ευρωπαίων το έδαφος φιλοξενούσε μια πλούσια πανίδα, που σήμερα είναι αρκετά περιορισμένη εξαιτίας του αλόγιστου κυνηγιού, και μόλις τα τελευταία χρόνια προστατεύτηκε με κατάλληλους νόμους. Πολύ περιορισμένη πια, κατά συνέπεια, είναι η διάδοση του λιονταριού, της λεοπάρδαλης, της ύαινας, του τσακαλιού, της καμηλοπάρδαλης και της αντιλόπης, που υπάρχουν όμως σε πολυάριθμα γένη. Μεγάλο μέρος αυτών των ζώων προστατεύεται στον εθνικό δρυμό Oυάνκι, με έκταση περίπου 15.000.000 στρεμμάτων, και στους άλλους πολυάριθμους εθνικούς δρυμούς (Mατόπο, Nγκέσι κλπ.).Η Mαταμπελελάνδη (Ματαμπελελελάντ) και η Mασοναλάνδη (Μασοναλάντ), που αντιστοιχούν στον πυρήνα της σύγχρονης Ζ., ανήκουν στον χώρο που κατοικείται από κεντρώους Μπαντού. Οι πληθυσμοί, που κακώς ονομάζονται αυτόχθονες, ταυτίζονται εθνικο-ιστορικά με τα πρώτα μεταναστευτικά φύλα που έφτασαν στη χώρα και είναι συγγενείς με κονγκολέζικους πληθυσμούς. Άλλοι λαοί, αντίθετα, όπως οι Mπαβέντα, έφτασαν στη χώρα πιο πρόσφατα, δηλαδή μεταξύ 15ου και 16ου αι. από τα υψίπεδα των Μεγάλων Λιμνών. Αυτοί ήταν οπωσδήποτε πιο εξελιγμένοι και σε αυτούς οφείλεται η εκτροφή βοοειδών. Αυτοί, με τη σειρά τους, αφομοιώθηκαν ή εκδιώχθηκαν από φυλές που ήρθαν στη χώρα σε ακόμα πιο πρόσφατες εποχές· σε αυτές περιλαμβάνεται η φυλή Aμαντεμπέλε (πιο γνωστή ως Mαταμπέλε), που κατάγεται από τους Ζουλού και η οποία σε μικρό χρονικό διάστημα κυριάρχησε, υποτάσσοντας και τους Mασόνα, έναν άλλο πληθυσμό Μπαντού, που, όπως και οι Mπαβέντα, είχε εγκατασταθεί στη χώρα πριν από πολλά χρόνια. Σε μια εποχή ακριβώς κατά την οποία οι Mασόνα είχαν φτάσει στο απόγειο της λάμψης τους ανάγεται χρονικά το μυθώδες βασίλειο Mονομοτάπα.
Στην εποχή μας, η πιο σημαντική εθνική ομάδα της άνω Bελτ είναι οι Aμαντεμπέλε που ζουν στην περιοχή μεταξύ Mπουλαουάγιο και Χαράρε. Έφτασαν εκεί ως κατακτητές περίπου το 1835 και υπέταξαν τους Mασόνα. Οι Mασόνα, που υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες φυλές, μία από τις οποίες είναι η φυλή των Mακαράνγκα, κατέχουν αντίθετα όλες τις ανατολικές περιοχές της χώρας.
Εκτός από τους πληθυσμούς Mπαντού, στη Ζ. ζουν επίσης μερικές χιλιάδες έγχρωμοι, που προέρχονται από επιμειξία ιθαγενών της νοτιοδυτικής Αφρικής με ιθαγενείς της Μαδαγασκάρης και της Μαλαισίας. Όμως, η πιο σημαντική μειονότητα είναι δίχως άλλο η ευρωπαϊκή.
Οι πρώτοι λευκοί που αποίκισαν ουσιαστικά τη χώρα ήταν χρυσοθήρες που άρχισαν να καταφθάνουν από το 1885 και ύστερα. Εκείνη την εποχή ο Σέσιλ Pόουντς κατόρθωσε να αποκτήσει την κυριότητα, από τους φυλάρχους διαφόρων φυλών, των τεράστιων περιοχών μεταξύ Λιμπόπο και Zαμβέζη και το 1890 η κυριότητα έγινε ουσιαστική, όταν ο ίδιος, επικεφαλής μιας δύναμης περίπου 200 πιονιέρων αφρικάανερς και Άγγλων, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα.Το 1901 οι λευκοί άποικοι είχαν ήδη ξεπεράσει τις 11.000. Το 1931 είχαν γίνει 50.000 και το 1953 είχαν τριπλασιαστεί. Οι Ευρωπαίοι ζουν κυρίως στις αστικές περιοχές της χώρας και κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που ενώνει την Mπουλαουάγιο με τη Xαράρε. Ο συνολικός πληθυσμός, που μέχρι τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ανερχόταν σε 1.500.000 κατοίκους, έφτασε, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή τα 11.376.676 (2002). Παρ’ όλα αυτά, ο ετήσιος ρυθμός δημογραφικής αύξησης έχει περιοριστεί στο 0,05% το 2002, από 3,2% που ήταν κατά την περασμένη δεκαετία, εξαιτίας της μάστιγας του AIDS που πλήττει τη χώρα εδώ και μία δεκαετία, με συνέπεια να αυξάνεται ο δείκτης της παιδικής θνησιμότητας. Η μέση πυκνότητα είναι 29 κάτ. ανά τ. χλμ., ενώ το προσδόκιμο ζωής στη χώρα ανέρχεται στα 38,5 χρόνια για τους άνδρες και στα 35,7 για τις γυναίκες.Ο ρυθμός με τον οποίο αναπτύχθηκαν οι πόλεις στη Ζ. μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέσος, αν συσχετιστεί με τον αντίστοιχο άλλων αφρικανικών χωρών. Πραγματικά το 27,6% του πληθυσμού ζει στις πόλεις, τρεις από τις οποίες ξεπερνούν τους 100.000 κατοίκους. Τα αστικά κέντρα είναι διευθετημένα κατά μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου· το προαναφερόμενο δίκτυο έχει ως κυριότερους κόμβους τη Xαράρε, την Mπουλαουάγιο και την Γκουέλο, που είναι ταυτόχρονα και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Η παρουσία των λευκών ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα είναι εξαιρετικά πολυάριθμη, αλλά και στις άλλες πόλεις έχει οπωσδήποτε επηρεάσει τόσο την οικοδομική γραμμή όσο και τον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας, εκτός από την πρωτεύουσα Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002, βλ. λ.), είναι (σε παρένθεση ο κατ’ εκτίμηση πληθυσμός τους το 2002) η Mπουλαουάγιο (925.000, βλ. λ.) και η Γκουέλο (153.000)· η τελευταία είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.420 μ., κοντά στις πηγές του ομώνυμου ποταμού, παραποτάμου του Zαμβέζη, και βρίσκεται στο κέντρο μιας πλούσιας σε ορυκτά περιοχής (χρυσός, χρωμίτης, αμίαντος).Τον Νοέμβριο του 1965 άρχισε η περίοδος της ανεξαρτησίας της Ζ., αλλά η οικονομία της, λιγότερο σταθερή απ’ ό,τι στο παρελθόν, υποχρεώθηκε σε ένα πρόγραμμα ανασχηματισμού για να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν από τον ΟΗΕ. Η Ζ., χάρη στην πολιτική σταθερότητα που ακολούθησε την ανεξαρτησία της και στην υποδομή που είχε, η οποία ενισχύθηκε με πενταετείς σχεδιασμούς και με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς που ακολούθησε, χωρίς περιττούς πειραματισμούς, κατάφερε να αποκτήσει μια σταθερή οικονομία. Είναι αυτάρκης σε τρόφιμα και ενέργεια αλλά και τα δύο πλήττονται πολλές φορές από την ξηρασία. Το 2001, το AEΠ ήταν 28.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα 2.450 δολ., αρκετά υψηλό για αφρικανική χώρα. Ο πληθωρισμός όμως έφτανε το 100% την ίδια χρονιά και η ανεργία ήταν στο πολύ υψηλό ποσοστό του 60%.Η αγροτική οικονομία απασχολεί το 67% του ενεργού πληθυσμού. Το 48,6% του εδάφους καλύπτεται με δάση, ενώ μόνο το 7,3% είναι καλλιεργήσιμο. Η γεωργία περιλαμβάνει πολλά προϊόντα, ανάμεσά τους καπνό (κύριο εξαγώγιμο προϊόν), σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, κεχρί, σόργο, μανιόκα, ζαχαρότευτλα, μπανάνες, λαχανικά, σόγια, βαμβάκι, τσάι, καφέ κλπ. Η πιο σπουδαία κρατική γεωργική δραστηριότητα είναι αυτή που αφορά τον καπνό, όμως τα διεθνή μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εξαγωγών, στην οποία συνέτεινε επίσης και ο διεθνής ανταγωνισμός. Άλλες καλλιέργειες που προορίζονται για το εμπόριο είναι ο αραβόσιτος, το βαμβάκι, το ζαχαροκάλαμο, το τσάι και τα φρούτα. Η κτηνοτροφική παραγωγή περιλαμβάνει αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες και χοίρους.
Τα δάση της Ζ., πλούσια σε ξυλεία διαφόρων τύπων, αποτελούν ένα από τα βασικά παραγωγικά προϊόντα. Το 1992 η παραγωγή έφτασε τα 8 εκατ. κ.μ. Πάντως, η ξηρασία του 1991-92 προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στα δάση.Η συγκρότηση της βρετανικής αποικίας της Ροδεσίας. Οι πρώτοι κάτοικοι του άνω Zαμβέζη ήταν κατά τα φαινόμενα Bουσμάνοι, οι οποίοι απωθήθηκαν προς τα ΝΔ από τις εισβολές των Μπαντού. Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, οι λαοί έμαθαν να κατεργάζονται τον σίδηρο και δημιούργησαν κατά τον 3ο και 4ο αι. σημαντικά κέντρα, κυρίως στην Mπαρότσε και στη Mασόνα, καθώς και γύρω από την ονομαστή Ζ., η οποία ήταν πρωτεύουσα ενός μεγάλου βασιλείου που επέζησε μέχρι τις αρχές του 18ου αι. Οι Nτεμπέλε ανέτρεψαν τους επιγόνους του βασιλείου της Ζ. (1840) και υποδούλωσαν και τους Mασόνα που ζούσαν στις πιο ανατολικές περιοχές, με αποτέλεσμα να ονομαστεί η περιοχή με το δικό τους όνομα (Mαταμπέλε). Οι Άγγλοι ιεραπόστολοι και πιονιέροι, που προέρχονταν από την Αποικία του Ακρωτηρίου (στη σημερινή Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία), άρχισαν τότε τις προσπάθειες για να επιτύχουν τον διάπλου του Zαμβέζη, γεγονός που κατόρθωσαν κατά ένα μέρος, ενώ ο Λίβινγκστον συνέχισε στο άνω τμήμα του το 1851. Λίγα χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε χρυσός στη Mαταμπέλε και ύστερα από πρωτοβουλία του σερ Σέσιλ Pόουντς οι Άγγλοι υπέγραψαν συμφωνίες με τον βασιλιά της περιοχής, οι οποίες παρείχαν αποκλειστικά πολιτικά και οικονομικά προνόμια. Το 1890 οι λευκοί κατέλαβαν τη Mασόνα και τη Mαταμπέλε και συγκρότησαν, το 1898, τη Νότια Ροδεσία που είχε πρωτεύουσα το Σόλσμπερι, βασικό κέντρο των πρώτων πιονιέρων.
Από τη βρετανική κυριαρχία στη ρατσιστική διακυβέρνηση. Το 1923, μετά από δημοψήφισμα, η διοίκηση της περιοχής περιήλθε στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία και παραχώρησε στους λευκούς αποίκους εσωτερική αυτονομία. Μετά την ίδρυση του βρετανικού προτεκτοράτου της Nιασαλάνδης έγιναν σκέψεις από την κυβέρνηση για τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους που θα το συναποτελούσαν το προτεκτοράτο της Nιασαλάνδης και οι δύο Ροδεσίες. Το σχέδιο υλοποιήθηκε το 1953 και η ομοσπονδία διατηρήθηκε μόλις για δέκα χρόνια· το 1964 η Nιασαλάνδη και η Βόρεια Ροδεσία έγιναν δύο ανεξάρτητα κράτη, με τις ονομασίες Μαλάουι και Ζάμπια, αντίστοιχα. Η μειονότητα των λευκών της Νότιας Ροδεσίας ακολουθούσε μια ολοένα πιο ξεκάθαρη ρατσιστική πολιτική, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των μαύρων να παραμεριστεί τόσο από τις θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους όσο και από την ίδια την κοινωνική ζωή της χώρας. Από το 1960 και ύστερα η κυβέρνηση του Λονδίνου άρχισε να ασκεί πιέσεις στην κυβέρνηση της Ζ. για μια συνταγματική μεταρρύθμιση που θα ήταν ευνοϊκή για τους μαύρους, οι οποίοι οργάνωναν στο μεταξύ εθνικιστικά κινήματα. Παρ’ όλα αυτά, το νέο σύνταγμα της χώρας (1961) επικύρωσε τις φυλετικές διακρίσεις, ενώ στις γενικές εκλογές επικράτησε το Ροδεσιανό Μέτωπο, ένα ρατσιστικό κόμμα. Μετά από τη μεγάλη πολιτική αντιδικία που προέκυψε ανάμεσα στην αγγλική και στη ροδεσιανή κυβέρνηση, η δεύτερη έκανε το 1964 μια επίσημη αίτηση προς τη Μεγάλη Βρετανία, ζητώντας την πολιτική ανεξαρτησία της χώρας, η οποία και ανακηρύχθηκε τελικά χωρίς την αγγλική συγκατάθεση, στις 11 Νοεμβρίου 1965. Τον επόμενο χρόνο, η Ζ. αποχώρησε και από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Μετά από έντονες πιέσεις της βρετανικής κυβέρνησης, ο ΟΗΕ υιοθέτησε μία σειρά από περιορισμούς ενάντια στην πρώην βρετανική αποικία, ενώ σε όλες τις έδρες διεθνών οργανισμών ανανεωνόταν η ηθική καταδίκη της ροδεσιανής κυβέρνησης. Όμως, ούτε και το νέο σύνταγμα (ψηφίστηκε το 1969 και ίσχυσε από τον Μάρτιο του 1970, όταν η Ζ. ανακηρύχθηκε Δημοκρατία) δεν αποτέλεσε πρόοδο που να συνεισφέρει στη λύση του ακανθώδους φυλετικού προβλήματος. Εκτός από το Αφρικανικό Εθνικό Συμβούλιο (ANC), μοναδικό αναγνωρισμένο εθνικιστικό αφρικανικό κόμμα, είχαν οργανωθεί και άλλα απελευθερωτικά κινήματα, όπως η Αφρικανική Εθνική Ένωση της Ζιμπάμπουε και η Ένωση του Αφρικανικού Λαού της Ζιμπάμπουε, που αγωνίζονταν για ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα έφερε την ονομασία του αρχαίου βασιλείου: Zιμπάμπουε.
Ανάμεσα στο 1974 και στο 1975 έγιναν απόπειρες εξομάλυνσης που βασίστηκαν στη μεσολάβηση αφρικανικών κρατών (Τανζανία, Ζάμπια, Μποτσουάνα). Στις 25 Αυγούστου 1975 έγινε η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη, σε ουδέτερο έδαφος, η οποία όμως δεν κατέληξε σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Με τη μεσολάβηση της Μεγάλης Βρετανίας έγινε το 1976 μια διάσκεψη στη Γενεύη, στην οποία καθορίστηκε συγκεκριμένη ημερομηνία για την τελική αποαποικιοποίηση της χώρας, η οποία όμως τελικά ναυάγησε. Τον Μάρτιο του 1978 πραγματοποιήθηκε μεταξύ του πρωθυπουργού Ίαν Σμιθ και των αρχηγών των μετριοπαθών εθνικιστικών κινημάτων μια συμφωνία για τη σύσταση κυβέρνησης στην οποία θα πλειοψηφούσαν οι μαύροι και η οποία θα οδηγούσε τη Ζ. έως τις 31 Δεκεμβρίου 1978 σε μια διοικητική δομή όπου οι μαύροι θα αποτελούσαν την πλειοψηφία. Τότε η χώρα θα αποκτούσε την ονομασία Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε. Όμως οι αρχηγοί του Πατριωτικού Μετώπου, Tζόσουα Nκόμο και Pόμπερτ Mουγκάμπε, φάνηκαν αντίθετοι στη δυνατότητα μιας εσωτερικής λύσης του προβλήματος.
Η ουσιαστική διέξοδος για την ανεύρεση μιας μόνιμης και διεθνώς αναγνωρισμένης λύσης του ζητήματος υπήρξε η διάσκεψη της Κοινοπολιτείας που έλαβε χώρα στη Ζάμπια το 1979. Αμέσως μετά συγκλήθηκε η λεγόμενη Συνταγματική Διάσκεψη για τη Ροδεσία στο Λάνκαστερ Xάους του Λονδίνου, υπό την προεδρία της βρετανικής κυβέρνησης και με τη συμμετοχή όλων των αντιπροσωπειών των κινημάτων της Ζ. Το Πατριωτικό Μέτωπο δέχθηκε με επιφυλάξεις την ύπαρξη ειδικής εκπροσώπησης για τους λευκούς με βάση το νέο σύνταγμα, ενώ η πλήρης συμφωνία για όλες τις μεταβατικές διατάξεις επιτεύχθηκε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Στις 11 Δεκεμβρίου η βουλή της Ροδεσίας ακύρωσε την ανεξαρτησία και επέστρεψε στο καθεστώς της βρετανικής αποικίας, για να τερματιστεί την επόμενη ημέρα η παράνομη διακυβέρνηση με τη διάλυση της βουλής και την παραίτηση όλων των οργάνων. Ο Βρετανός κυβερνήτης λόρδος Σομς ανέλαβε όλες τις εξουσίες και η Μεγάλη Βρετανία προχώρησε αμέσως σε άρση των οικονομικών κυρώσεων.
Το τέλος των φυλετικών διακρίσεων και η περίοδος των εσωτερικών διενέξεων. Ο λόρδος Σομς άνοιξε τον δρόμο για νέες εκλογές, αίροντας την απαγόρευση για τις δύο πτέρυγες του Πατριωτικού Mετώπου και διατάσσοντας την απελευθέρωση των περισσότερων κρατουμένων. Οι εκλογές έγιναν τον Φεβρουάριο του 1980 και η Αφρικανική Εθνική Ένωση της Ζιμπάμπουε – Πατριωτικό Μέτωπο του Pόμπερτ Mουγκάμπε αναδείχτηκε νικήτρια εξασφαλίζοντας τις 57 από τις 80 έδρες που προορίζονταν για τους Αφρικανούς. Η Αφρικανική Λαϊκή Ένωση της Ζιμπάμπουε – Πατριωτικό Μέτωπο του Tζόσουα Nκόμο απέσπασε 20 έδρες, ενώ το Μέτωπο της Ζιμπάμπουε του Σμιθ εξασφάλισε και τις 20 έδρες που προορίζονταν για τους λευκούς. Το νέο κράτος της Ζ. έγινε ανεξάρτητο στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας στις 18 Απριλίου, με τον ιερέα Kαναάν Mπανάνα ως πρόεδρο και τον Mουγκάμπε ως πρωθυπουργό, επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού που περιλάμβανε και τις δύο πτέρυγες του Πατριωτικού Μετώπου.
Μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, οι διενέξεις ανάμεσα στις διάφορες οργανώσεις των ανταρτών συνεχίστηκαν. Οι σχέσεις ανάμεσα στον Mουγκάμπε και στον Nκόμο συνέχισαν να είναι τεταμένες, ιδιαίτερα σε σχέση με την πρόθεση του πρώτου να επιβάλλει μονοκομματικό καθεστώς. O Nκόμο περιορίστηκε στον πρώτο ανασχηματισμό, μετά από υποψίες ότι συνωμοτούσε εναντίον του Mουγκάμπε.
Στις αρχές του 1983 κυβερνητικά στρατεύματα εστάλησαν στην περιοχή Mαταμπελελάντ, για να αντιμετωπίσουν σοβαρές ταραχές, ενώ στα τέλη του χρόνου επιβλήθηκε λογοκρισία. Μέχρι το 1984 περισσότερα από δύο χιλιάδες άτομα είχαν σκοτωθεί στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού. Το 1984 το Μέτωπο της Ροδεσίας του Σμιθ μετονομάστηκε σε Συντηρητική Συμμαχία της Ζιμπάμπουε. Κατά την ίδια περίοδο η πολιτική δύναμη της Αφρικανικής Λαϊκής Ένωσης μειώθηκε με διαρροές προς την αντίπαλη Αφρικανική Εθνική Ένωση. Σε συνέδριο της δεύτερης εγκρίθηκε νέο καταστατικό μαρξιστικής κατεύθυνσης και αποφασίστηκαν μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα για την οικονομία. Στις εκλογές του 1985 το κόμμα του Mουγκάμπε κέρδισε με αυξημένη πλειοψηφία, ενώ λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες συλλήψεις πολλών μελών του κόμματος του Nκόμο. Ωστόσο, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι δύο πλευρές του πρώην Πατριωτικού Μετώπου αποφάσισαν να ενωθούν προς το συμφέρον της εθνικής ενότητας. Τελικά, τον Δεκέμβριο του 1987, ο Mουγκάμπε και ο Nκόμο υπέγραψαν συμφωνία ενότητας, η οποία επικυρώθηκε από τα δύο κόμματά τους τον επόμενο χρόνο. Ο Nκόμο διορίστηκε στην κυβέρνηση του Mουγκάμπε και οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές περιορίστηκαν.
Το 1987 υπήρξαν δύο σημαντικές συνταγματικές αλλαγές. Καταργήθηκε η ξεχωριστή εκπροσώπηση των λευκών που διέθεταν είκοσι έδρες και άλλαξε ο ρόλος του προέδρου, ο οποίος έγινε ουσιαστικός. Ο Mπανάνα αποσύρθηκε τον Δεκέμβριο του 1986 και ο Mουγκάμπε έγινε ο πρώτος πρόεδρος με ουσιαστικές αρμοδιότητες. Όμως, οι κατηγορίες για διαφθορά δεν έλειψαν τα επόμενα χρόνια και ο Mουγκάμπε αναγκάστηκε να ορίσει επιτροπή με σκοπό να εξετάσει τις παράνομες οικονομικές δοσοληψίες στις οποίες είχαν αναμειχθεί ανώτατα στελέχη του κόμματός του. Τον Δεκέμβριο του 1989 τα δύο κόμματα ενώθηκαν και τυπικά και ο Mουγκάμπε ορίστηκε πρόεδρος, ενώ ο Nκόμο έγινε ένας από τους δύο αντιπροέδρους. Στις αρχές του 1990 πραγματοποιήθηκαν προεδρικές και βουλευτικές εκλογές και ο Mουγκάμπε εξασφάλισε το 80% των ψήφων, ενώ το ενιαίο πλέον κόμμα εξασφάλισε σχεδόν όλες τις έδρες. Ωστόσο, λίγο αργότερα, σε μια σύνοδο του πολιτικού γραφείου του κόμματος, η πλειοψηφία των μελών του εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην πρόταση του Mουγκάμπε για την επιβολή μονοκομματικού συστήματος. Ο Mουγκάμπε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του, ενώ τον Μάιο του 1992 η αντιπολίτευση ίδρυσε το Φόρουμ για Δημοκρατική Μεταρρύθμιση, το οποίο στη συνέχεια έγινε γνωστό ως Ενιαίο Μέτωπο, με στόχο την αποπομπή του Mουγκάμπε από την εξουσία. Η Αφρικανική Εθνική Ένωση της Ζιμπάμπουε – Πατριωτικό Μέτωπο, όπως ονομάζεται πλέον το κυβερνητικό κόμμα, κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία και τις εκλογές του Απριλίου 1995, από τις οποίες όμως απείχαν οκτώ κόμματα της αντιπολίτευσης. Το καλοκαίρι του 1996 ο πρόεδρος Mουγκάμπε δήλωσε ότι δεν ήταν αντίθετος σε κάποια μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος. Ο Mουγκάμπε, ο οποίος αρνείται επί χρόνια τα αιτήματα της αντιπολίτευσης να λειτουργήσει μια συνταγματική διάσκεψη ώστε να αντιμετωπισθούν τα ζητήματα των εκλογών, άφησε έτσι να εννοηθεί ότι ίσως να προχωρούσε σε κάποιες θεσμικές αλλαγές. Ένα από τα αιτήματα της αντιπολίτευσης ήταν η κατάργηση του δικαιώματος του προέδρου να ορίζει 30 από τα 150 μέλη της βουλής, καθώς και τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών στις εκλογές. Η αντιπολίτευση διεκδικούσε επίσης την ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο απείχε από τις προεδρικές εκλογές του 1995. Νέες αμφισβητούμενου κύρους εκλογές διενεργήθηκαν το 2000.
Τον Μάρτιο του 2002 έγιναν οι επόμενες προεδρικές εκλογές τις οποίες κέρδισε και πάλι ο Μουγκάμπε ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του αρχηγού της αντιπολίτευσης Μόργκαν Τσβανγκιράι με την πρόφαση της άσκησης πολιτικής βίας εκ μέρους του. Ωστόσο, διεθνείς παρατηρητές ανέφεραν πως στις εκλογές απαγόρευσαν την ψήφο περίπου 1.000.000 πολιτών παρά τις ενστάσεις του ανώτατου δικαστηρίου.
Πέρα από τα πολιτικά προβλήματα της χώρας, η Ζ. έχει να αντιμετωπίσει και την τεράστια μάστιγα του AIDS, που από τη δεκαετία του 1990 πλήττει εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του 1999, 1,5 εκατ. ενήλικα άτομα ήταν προσβεβλημένα από τον ιό, ο οποίος ευθύνεται για τα υψηλότατα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας και τη μείωση του ορίου ζωής. Όπως και σε άλλα αφρικανικά κράτη που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, ο 21ος αι. φαντάζει εφιαλτικός εάν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα άμεσα.Οι δύο κοινότητες που συγκροτούν τη Ζ. έχουν διαφορετική λογοτεχνική δραστηριότητα. Ο λευκός πληθυσμός έχει λογοτεχνία αρκετά πρόσφατη, που μέχρι το 1965 ήταν προσανατολισμένη προς τη Μεγάλη Βρετανία και η οποία, εξαιτίας της αποικιοκρατικής της νοοτροπίας και της έλλειψης εθνικού αισθήματος, αποτελεί μάλλον τμήμα της αγγλικής λογοτεχνίας. Δύο σημαντικές προσωπικότητες διακρίνονται, λόγω της αμερόληπτης στάσης που κράτησαν σε ό,τι αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων της χώρας: ο ιεραπόστολος Άρθουρ Kριπς (1869-1952), ο οποίος στα διηγήματα, στις μελέτες και στους στίχους του υπερασπίστηκε τις φυλές Σόνα και περιέγραψε με ρεαλισμό τη ζωή και το αφρικανικό τοπίο, και η συγγραφέας Nτόρις Λέσινγκ, η οποία στο μυθιστόρημά της Το χορτάρι τραγουδάει (1949) καθώς και σε διάφορα διηγήματά της ασχολήθηκε με τα φυλετικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας της.
Όσον αφορά την αφρικανική λογοτεχνία, υπάρχει μια αρχαιότατη, προφορική, πολιτιστική κληρονομιά αφηγηματικών έργων, έμμετρων ή πεζών, τα οποία τραγουδιούνται, καθώς και εγκωμιαστικά ποιήματα. Με την αποικιοποίηση και τη διάδοση της σχολικής εκπαίδευσης, εμφανίστηκαν γραπτά έργα στις ιδιωματικές γλώσσες Σόνα και Nντέμπεζε. Μετά το ιστορικό διήγημα Feso (1956) του Mουτσουάιρο (1924), εμφανίστηκαν μυθιστορήματα και διηγήματα ηθικού χαρακτήρα, τα κύρια θέματα των οποίων ήταν η αντίθεση μεταξύ των δύο πολιτισμών, η αποστροφή για τη ζωή στις πόλεις και η ειδυλλιακή περιγραφή και εξύμνηση της ζωής στην ύπαιθρο. Στην ποίηση, πολλοί συγγραφείς σε ιδιωματικές γλώσσες ακολούθησαν τα παραδοσιακά μοντέλα των εγκωμιαστικών ποιημάτων. Από αυτούς ο σημαντικότερος είναι μάλλον ο Kιτέπο, συγγραφέας ενός επικολυρικού ποιήματος σε γλώσσα Σόνα (Ακέφαλη διοίκηση, 1958). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η διηγηματογραφία υπήρξε πλούσια αλλά όχι ιδιαίτερης σημασίας. Πιο ζωντανή ήταν η ποιητική δραστηριότητα που αντλούσε τα θέματά της από ευρωπαϊκά πρότυπα, ύμνησε τα προσωπικά αισθήματα, αλλά και τον απελευθερωτικό αγώνα. Ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας της χώρας είναι ο Kιντιγιαουζίκου.Η Ζ. αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο μεγάλων μεταναστευτικών κινήσεων αφρικανικών φυλών, που προέρχονταν από τον βορρά ή τον νότο και ακόμα και σήμερα χωρίζεται από πληθυσμιακή άποψη σε δύο μεγάλες εθνικές ομάδες: τους Mαταμπέλε ή Aμαντεμπέλε, που προέρχονται από τον νότο, και τους Mασόνα που προέρχονται από τον βορρά.
Οι Mαταμπέλε, που άλλοτε ήταν οι πιο φημισμένοι κυνηγοί άγριων θηρίων, σήμερα έχουν περιοριστεί σε ομάδες λαθροθηρών που πιστεύουν ακόμα στη μαύρη μαγεία.
Οι φυλές που αποτελούν την ομάδα των Mασόνα κατέχουν το ανατολικό τμήμα της Ζ. Η γλώσσα τους είναι η τσισόνα. Οι Mασόνα, που δεν υπακούουν σε μια κεντρική εξουσία, είναι περισσότεροι από τους Mαταμπέλε. Πολλοί από αυτούς κατοικούν στους καταυλισμούς Nαρίρα, Oυέντζα και Σάμπι. Ζουν αποκλειστικά από τη γεωργία, αλλά είναι κάκιστοι γεωργοί, καθώς ακολουθούν ένα παραδοσιακό σύστημα καλλιέργειας το οποίο προκαλεί μείωση της αποδοτικότητας και διάβρωση της γης που διατρέχει τον κίνδυνο να κατασταθεί ολότελα άγονη. Στην κοινωνία των Mασόνα ο κάθε άνθρωπος φροντίζει την προσωπική διατροφή του. Όταν ένας άντρας έχει μόνο μία γυναίκα, τότε καλλιεργεί μαζί της έναν αγρό. Όταν όμως έχει περισσότερες συζύγους, καθεμία από αυτές έχει ένα ξεχωριστό κομμάτι γης το οποίο καλλιεργεί και τρέφει με τα προϊόντα του τον εαυτό της και τα παιδιά της. Κάθε σύζυγος προσφέρει στον άντρα της ένα πιάτο φαγητό που προέρχεται από τον αγρό της, γεγονός που αυτός εκτιμά. Ορισμένες φορές, για να περατωθεί η καλλιέργεια ενός αγρού, ο καλλιεργητής καλεί τους γείτονες να του συμπαρασταθούν και η συμπαράσταση αυτή ανταμείβεται με άφθονη μπίρα. Αυτό το σύστημα, που λέγεται νίμπε, αποτελεί μία από τις κοινωνικές υποχρεώσεις των Mασόνα. Ο καλλιεργητής πρέπει να οργανώνει τουλάχιστον ένα νίμπε κάθε εποχή.Ο ορυκτός πλούτος της Ζ. καθώς και η σχετική ευκολία εγκατάστασης λευκού πληθυσμού κατά τα χρόνια της αποικιοκρατίας, οδήγησαν αρκετούς Έλληνες στη χώρα. Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2001 ζούσαν στη Ζ. συνολικά 4.000 Έλληνες, οργανωμένοι σε τέσσερις ελληνικές κοινότητες.
Παραδοσιακός χορός μιας φυλής της Ζιμπάμπουε.
Οπαδοί του Ρόμπερτ Μουγκάμπε πανηγυρίζουν τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές της χώρας, τον Μάρτιο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Μόργκαν Τσβανγκιράι· ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε διέταξε τη σύλληψή του, μετά τις προεδρικές εκλογές του 2002, με την πρόφαση της άσκησης πολιτικής βίας (φωτ. ΑΠΕ).
Τα πολυάριθμα κέντρα παλαιολιθικής και μεσολιθικής τέχνης πάνω σε βράχους, που ανακαλύφθηκαν στις ανατολικές ορεινές ζώνες της Ζιμπάμπουε, μαρτυρούν ότι η χώρα υπήρξε ένα από τα αρχαιότερα κατοικημένα κέντρα της Αφρικής.
Εκείνοι που άφησαν χαρακτηριστικά ίχνη στη Ζιμπάμπουε υπήρξαν οι Μπαντού· σε αυτούς οφείλονται πιθανότατα τα οικοδομήματα που αποτελούν τα επιβλητικότερα κτίσματα μόνιμου χαρακτήρα, τα οποία υπήρχαν κατά την άφιξη των λευκών στην Αφρική.
Ο πρόεδρος της δημοκρατίας της Ζιμπάμπουε, Ρόμπερτ Μουγκάμπε, μοναδικός αρχηγός σε όλη τη βραχύβια ιστορία αυτού του κατ’ ουσίαν μονοκομματικού αφρικανικού κράτους (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρτονόμισμα των 500 δολαρίων Ζιμπάμπουε, που εκδόθηκε το 2001.
Τα ερείπια της Ζιμπάμπουε, του πιο αρχαίου κτιστού αρχιτεκτονικού συγκροτήματος της «μαύρης» Αφρικής, για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες από την εποχή των πρώτων αποστόλων (16ος και 17ος αι.).
Αεροφωτογραφία των καταρρακτών που σχηματίζει ο Ζαμβέζης στην κοιλάδα που αποτελεί τη μορφολογική μεθόριο των υψιπέδων της Ζάμπια και της Ζιμπάμπουε. Τα νερά του ποταμού πέφτουν από ύψος 112 μ. σε σχηματισμούς πετρωμάτων του αρχαιοζωικού αιώνα.
Φωτογραφία του Great Dyke της Ζιμπάμπουε, ενός γραμμικού σχηματισμού που διασχίζει τη χώρα σχεδόν στη μέση από τα Β στα Ν, από δορυφόρο της NAΣA, τον Ιανουάριο του 1993 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Θεαματικοί καταρράκτες κατά μήκος του ρου του Ζαμβέζη, στη Ζιμπάμπουε.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Xαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)
Τουρίστες σε σαφάρι στο μεγάλο πάρκο άγριων ζώων της Ζιμπάμπουε.
Dictionary of Greek. 2013.